Ο Παύλος Ελευθεριάδης, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, είναι μεταξύ των υποψηφίων ευρωβουλευτών της Ν.Δ. Ουδέν πρόβλημα με την επιλογή του, εκτός από ένα… μικρό του παράπτωμα κατά το παρελθόν, όταν είχε εγκαλέσει τον σημερινό πρόεδρο της ΝΔ, Κυριάκο Μητσοτάκη, για «δωράκια» από τη Siemens.
Συγκεκριμένα, αρθρογραφώντας στο Βήμα στις 22 Ιουνίου του 2008, ο κ. Ελευθεριάδης με θέμα τη διαφθορά με αφορμή την υπόθεση της Siemens αναφερόταν στον Κυριάκο Μητσοτάκη για το «δώρο» (τηλεφωνικό κέντρο αξίας 138.000 ευρώ), καθώς και στην ίδια την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή για τη νωχελική αντίδρασή της σε ζητήματα διαφθοράς. Το ζήτημα φέρνει στη δημοσιότητα και σχετικό ρεπορτάζ της σημερινής «Εφημερίδας των Συντακτών». Εύλογες φυσικά οι απορίες αν και σήμερα, ως υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ, έχει τις ίδιες απόψεις και είναι διατεθειμένος να τις εκφράσει δημοσίως.
Να επισημάνουμε, πάντως, ότι το σχετικό άρθρο φιλοξενείται στη προσωπική ιστοσελίδα του Παύλου Ελευθεριάδη:
Το άρθρο υπό τον τίτλο «Η ασυλία της διαφθοράς», ο κ. Ελευθεριάδης ανέφερε αναλυτικά:
Η διαφθορά στην Ελλάδα είναι τρία διαφορετικά προβλήματα. Πρώτον, η δωροδοκία πολιτικών (με μικρά ή μεγάλα δώρα, δεν έχει καμία διαφορά) επηρεάζει την κρίση τους σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Δεύτερον, η εντύπωση δωροδοκίας καταστρέφει το κύρος της δημοκρατίας. Τρίτον, η χαμηλή υπόληψη της πολιτικής αποτρέπει τους ικανούς και τίμιους ανθρώπους, που έχουν ήδη πετύχει στον τομέα τους, από το να ασχοληθούν και με τα κοινά. Και τα τρία προβλήματα επηρεάζουν την καθημερινότητά μας. Οι πολιτικοί μας σήμερα ευθύνονται και για τα τρία.
Το σκάνδαλο της Siemens είναι μόνο το τελευταίο επεισόδιο σε μια μακρά σειρά εικασιών και ισχυρισμών που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου. Πρόσφατα, για παράδειγμα, η πώληση μετοχών του ΟΤΕ ήταν για την αντιπολίτευση αιτία για βαρύτατες κατηγορίες. Ο Ευ. Βενιζέλος μίλησε στη Βουλή για «νομικές ευθύνες» της κυβέρνησης, ενώ ο Μ. Καρχιμάκης υποστήριξε ότι η σύζυγος του κ. Αλογοσκούφη θα ωφεληθεί από την πώληση στην Deutsche Telekom λόγω της μακρινής επαγγελματικής της σχέσης με εκπροσώπους της γερμανικής εταιρείας. Φυσικά οι κατηγορίες αυτές διατυπώνονται δίχως κανένα σοβαρό στοιχείο, και χωρίς συνέχεια ούτε στη Βουλή ούτε στη Δικαιοσύνη. Αφήνουν τον απλό πολίτη να αναρωτιέται. Η κατασυκοφάντηση των αντιπάλων (έστω και αν υπονομεύει την πίστη στη δημοκρατία) δεν είναι μόνο μέθοδος του ΠαΣοΚ. Η Νέα Δημοκρατία υιοθετούσε ακριβώς τον ίδιο τόνο την εποχή που ήταν αντιπολίτευση. Στα θέματα της λεγόμενης «διαπλοκής» ο νυν πρωθυπουργός ανοιχτά κατηγορούσε τον Κ. Σημίτη και όλους τους υπουργούς του ως καταχραστές. Φυσικά κανέναν ρόλο στις κατηγορίες αυτές δεν είχε η ελληνική Δικαιοσύνη, ενώ όταν η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση και πήρε στα χέρια της όλους τους φακέλους των θεμάτων που χειρίστηκε η κυβέρνηση Σημίτη δεν έκανε ούτε μία έρευνα ή καταγγελία (με μόνη εξαίρεση την αμφιλεγόμενη υπόθεση της ΔΕΚΑ). Ο πολίτης μένει να αναρωτιέται.
Τα βέλη δεν στρέφονται όμως μόνον έναντι της άλλης πλευράς. Τον Οκτώβριο που μας πέρασε η πρώην υπουργός Βάσω Παπανδρέου παραδέχθηκε τα εξής για το ίδιο της το κόμμα: «Δυστυχώς στο ΠαΣοΚ δεν έγινε ποτέ κάθαρση. Αισθάνομαι αλληλέγγυα με όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, αλλά όχι με εκείνους σε όλα τα επίπεδα που έφτιαξαν περιουσίες στα χρόνια διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ. Ολους αυτούς τους θέλουμε στο ΠαΣοΚ; Αν τους θέλουμε, να το πούμε. Διότι σε τέτοια περίπτωση εγώ δεν θέλω να έχω καμία σχέση». Προσέξτε ότι η πρώην υπουργός δεν νιώθει καθόλου υπεύθυνη για τη διαφθορά των συναδέλφων της. Γνωρίζει πιθανώς πρόσωπα και πράγματα, αλλά δεν θεωρεί ότι το θέμα αξίζει περαιτέρω διερεύνησης από τη Δικαιοσύνη ή το ίδιο της το κόμμα. Λέει απλά ότι η ίδια δεν θέλει να έχει καμία σχέση. Αυτή θα σώσει την Ελλάδα;
Αυτή η ανεύθυνη στάση εξηγεί γιατί η Ελλάδα είναι τελευταία στην ΕΕ των «15», σύμφωνα με την κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας. Η διαφθορά δεν ενοχλεί τους πολιτικούς. Οι πιο ισχυροί πολιτικοί μας δεν ενδιαφέρονται σοβαρά να την εξαλείψουν (αν και τα μέσα της χρηστής διακυβέρνησης είναι γνωστά και εφαρμόζονται με επιτυχία στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, σε ΗΠΑ και Καναδά και στις άλλες βιομηχανικές χώρες). Είτε διότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις οτιδήποτε, είτε διότι γνωρίζουν ότι αν κάνουν κάτι σοβαρό θα συγκρουστούν με το ισχυρότατο και διακομματικό λόμπι των κλεπτών-δωροληπτών (λόμπι που είναι ισχυρότερο από τους επιχειρηματίες που χρόνια πιέζουν για τέτοιες μεταρρυθμίσεις). Οι συκοφαντίες και αλληλοκατηγορίες χρησιμοποιούνται έτσι ανεύθυνα για να διανθίζουν την κλωτσοπατινάδα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Και η υπόληψη της πολιτικής κατρακυλά χαμηλότερα.
Ισότητα και λογοδοσία
Στην πραγματικότητα οι πολιτικοί μας δεν πιστεύουν στο κράτος δικαίου, δηλαδή στην αρχή ότι όλοι είμαστε ίσοι ενώπιον του νόμου. Εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, κι εγώ είμαστε κατώτεροί τους και όχι μόνον πληρώνουμε για τις ανέσεις των πολιτικών μας, αλλά υπαγόμαστε κιόλας στο κυνηγητό της εφορίας και των άλλων υπηρεσιών που τσαλαπατάνε τους μικρούς διότι τρώνε καρπαζιές από τους μεγάλους. Ετσι λοιπόν έχουμε το φαινόμενο ένας διαχειριστής ΕΠΕ ή διευθύνων σύμβουλος ΑΕ να είναι υπόλογος στη Δικαιοσύνη για την παραμικρή παράλειψη προσαρμογής στη θολούρα της φορολογικής ή ασφαλιστικής νομοθεσίας, με δρακόντειες ποινές για παραβάσεις εξ αμελείας, ενώ οι πολιτικοί μας, οι οποίοι διαχειρίζονται τεράστια χρηματικά ποσά που δεν τους ανήκουν, προστατεύονται από τη βουλευτική ασυλία και τον περίφημο «νόμο περί (δήθεν) ευθύνης υπουργών». Μάλιστα η αμοιβαία ασυλία που παρέχουν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων στους εαυτούς τους έχει πλέον και καθιερωμένη πολιτική φιλοσοφία. Δεν θέλουμε, συμφωνούν πολλοί πολιτικοί μας, να «ποινικοποιήσουμε» την πολιτική ζωή του τόπου.
Η περίπτωση της Siemens μας θυμίζει πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Εκεί το κράτος δικαίου δεν είναι μόνον φτηνό σύνθημα. Η Δικαιοσύνη εκεί μπορεί και ερευνά τους πάντες. Εκεί η «ποινικοποίηση» της πολιτικής ζωής, δηλαδή η σοβαρή λογοδοσία, είναι αρετή και είναι αναγκαίο στοιχείο της δημοκρατίας. Οσο πιο πολλή «ποινικοποίηση» τόσο καλύτερα για την υπόληψη της πολιτικής.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ούτε βουλευτική ασυλία, ούτε νόμος περί ευθύνης υπουργών. Ολοι υπόκεινται στη Δικαιοσύνη εξίσου (και γι’ αυτό οι πολιτικοί χρηματοδοτούν γενναιόδωρα και προστατεύουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ώστε να έχουν σοβαρούς και ικανούς δικαστές, που φυσικά τελικά ωφελούν και τους απλούς πολίτες). Η παραμικρή εικασία οδηγεί σε δικαστική ή διοικητική έρευνα και, αν προκύψουν ενδείξεις, σε άσκηση ποινικής δίωξης. Πρόσφατα ο ίδιος ο εν ενεργεία τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ ερευνήθηκε δικαστικά για ενδεχόμενες παράνομες χρηματοδοτήσεις του Εργατικού Κόμματος. Επαναλαμβάνω ότι ο ίδιος ο Μπλερ και στενοί συνεργάτες του κατέθεσαν στην αστυνομία, όταν ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για την τάχα «ποινικοποίηση» της πολιτικής. Ολα τα κόμματα καλωσόρισαν τη σοβαρή έρευνα, ώστε να προστατευθεί η υπόληψη όλων των πολιτικών. Ολα τα κόμματα θέλουν να εξαφανίσουν την παραμικρή υποψία για αμοιβαία ασυλία.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης
Στη χώρα μας η κυβέρνηση κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυβέρνηση χωρίς να κάνει καμία έρευνα διακήρυξε ότι οι εξηγήσεις του για την καθυστέρηση πληρωμής των 138.000 ευρώ προς τη Siemens ήταν «ικανοποιητικές». Και όμως, ο βουλευτής παραδέχεται ότι δέχθηκε δωράκι από την εταιρεία. Το δωράκι, ισχυρίζεται, δεν ήταν το συνολικό ποσό, αλλά το ποσό των τόκων που θα έπρεπε να πληρώσει αν έκανε διακανονισμό, όπως όλοι οι απλοί πολίτες. Αν ο τόκος ήταν στο 5% για έναν χρόνο, τότε το δωράκι που δέχθηκε ήταν περίπου 7.000 ευρώ. Είναι κρίμα για τον νέο βουλευτή, διότι και ικανότητες έχει και ήθος. Το σφάλμα του ίσως μικρό. Το θέμα είναι όμως αλλού. Αν η κυβέρνηση έπαιρνε σοβαρά τα θέματα διαφθοράς, θα είχε ξεκινήσει τουλάχιστον κοινοβουλευτική έρευνα, ώστε να διαλυθούν οι όποιες σκιές για τον ίδιο και την πολιτική ζωή γενικότερα.
Η υπόθεση Siemens ίσως φέρει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο προ των ευθυνών του. Ισως η κρίση αυτή να είναι και ευκαιρία να συνέλθει από την αδράνεια. Αν εργαστούν σοβαρά, μπορεί οι έλληνες δικαστές που συνεργάζονται με τους γερμανούς και αμερικανούς ομολόγους τους, οι δημοσιογράφοι που τόσα έχουν ήδη κάνει για την αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά και οι υπεύθυνοι έλληνες πολιτικοί οποιουδήποτε κόμματος, να κάνουν μια νέα αρχή στην ελληνική πολιτική ζωή. Η βασική ιδέα είναι απλή, και υπάρχει ήδη στο Σύνταγμά μας. Ολοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Ολα ερευνώνται. Και όποιος κλέβει, πηγαίνει φυλακή.
Left.gr